Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καλάμη
καλαμηδόν
καλάμημα
καλαμητομία
καλαμητόμος
καλαμήτρια
καλαμηφάγος
καλαμηφορέω
καλαμηφόρος
καλαμίζω
καλαμικός
καλαμίνθη
καλαμινθίτης
καλάμινθος
καλαμινθώδης
καλάμινος
καλάμιον
καλαμίς
Κάλαμις
καλαμίσκος
καλάμιστρος
View word page
καλαμικός
made of reeds
ShortDef
made of reeds
Debugging
Headword:
καλαμικός
Headword (normalized):
καλαμικός
Headword (normalized/stripped):
καλαμικος
IDX:
44411
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44412
Key:
Data
{'content': 'made of reeds'}