Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλαμεύς
καλαμευτής
καλάμη
καλαμηδόν
καλάμημα
καλαμητομία
καλαμητόμος
καλαμήτρια
καλαμηφάγος
καλαμηφορέω
καλαμηφόρος
καλαμίζω
καλαμικός
καλαμίνθη
καλαμινθίτης
καλάμινθος
καλαμινθώδης
καλάμινος
καλάμιον
καλαμίς
Κάλαμις
View word page
καλαμηφόρος
carrying reeds

ShortDef

carrying reeds

Debugging

Headword:
καλαμηφόρος
Headword (normalized):
καλαμηφόρος
Headword (normalized/stripped):
καλαμηφορος
IDX:
44409
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44410
Key:

Data

{'content': 'carrying reeds'}