Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Ἀμβρακία
Ἀμβρακίδες
Ἀμβρακιώτης
ἀμβροσία
ἀμβροσίοδμος
ἀμβρόσιος
ἀμβροσιώδης
Ἄμβροσσος
ἀμβροτόπωλος
ἄμβροτος
ἄμβρυττοι
ἄμβων
ἀμέγαρτος
ἀμεγέθης
ἀμέθεκτος
ἀμέθελκτος
ἀμεθεξία
ἀμεθόδευτος
ἀμέθοδος
ἀμεθύστινος
ἀμέθυστος
View word page
ἄμβρυττοι
shell-fish

ShortDef

shell-fish

Debugging

Headword:
ἄμβρυττοι
Headword (normalized):
ἄμβρυττοι
Headword (normalized/stripped):
αμβρυττοι
IDX:
4440
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4441
Key:

Data

{'content': 'shell-fish'}