Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλαμειφυή
καλαμεύς
καλαμευτής
καλάμη
καλαμηδόν
καλάμημα
καλαμητομία
καλαμητόμος
καλαμήτρια
καλαμηφάγος
καλαμηφορέω
καλαμηφόρος
καλαμίζω
καλαμικός
καλαμίνθη
καλαμινθίτης
καλάμινθος
καλαμινθώδης
καλάμινος
καλάμιον
καλαμίς
View word page
καλαμηφορέω
bring a grain token

ShortDef

bring a grain token

Debugging

Headword:
καλαμηφορέω
Headword (normalized):
καλαμηφορέω
Headword (normalized/stripped):
καλαμηφορεω
IDX:
44408
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44409
Key:

Data

{'content': 'bring a grain token'}