Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλαμεία
καλαμειφυή
καλαμεύς
καλαμευτής
καλάμη
καλαμηδόν
καλάμημα
καλαμητομία
καλαμητόμος
καλαμήτρια
καλαμηφάγος
καλαμηφορέω
καλαμηφόρος
καλαμίζω
καλαμικός
καλαμίνθη
καλαμινθίτης
καλάμινθος
καλαμινθώδης
καλάμινος
καλάμιον
View word page
καλαμηφάγος
devouring stalks

ShortDef

devouring stalks

Debugging

Headword:
καλαμηφάγος
Headword (normalized):
καλαμηφάγος
Headword (normalized/stripped):
καλαμηφαγος
IDX:
44407
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44408
Key:

Data

{'content': 'devouring stalks'}