Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλαμάριον
καλαμαύλης
καλαμεία
καλαμειφυή
καλαμεύς
καλαμευτής
καλάμη
καλαμηδόν
καλάμημα
καλαμητομία
καλαμητόμος
καλαμήτρια
καλαμηφάγος
καλαμηφορέω
καλαμηφόρος
καλαμίζω
καλαμικός
καλαμίνθη
καλαμινθίτης
καλάμινθος
καλαμινθώδης
View word page
καλαμητόμος
cutting stalks, reaping

ShortDef

cutting stalks, reaping

Debugging

Headword:
καλαμητόμος
Headword (normalized):
καλαμητόμος
Headword (normalized/stripped):
καλαμητομος
IDX:
44405
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44406
Key:

Data

{'content': 'cutting stalks, reaping'}