Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καλαμάομαι
καλαμάριον
καλαμαύλης
καλαμεία
καλαμειφυή
καλαμεύς
καλαμευτής
καλάμη
καλαμηδόν
καλάμημα
καλαμητομία
καλαμητόμος
καλαμήτρια
καλαμηφάγος
καλαμηφορέω
καλαμηφόρος
καλαμίζω
καλαμικός
καλαμίνθη
καλαμινθίτης
καλάμινθος
View word page
καλαμητομία
a reaping
ShortDef
a reaping
Debugging
Headword:
καλαμητομία
Headword (normalized):
καλαμητομία
Headword (normalized/stripped):
καλαμητομια
IDX:
44404
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44405
Key:
Data
{'content': 'a reaping'}