Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καλαμάγρωστις
καλαμαία
καλαμαῖος
καλαμάομαι
καλαμάριον
καλαμαύλης
καλαμεία
καλαμειφυή
καλαμεύς
καλαμευτής
καλάμη
καλαμηδόν
καλάμημα
καλαμητομία
καλαμητόμος
καλαμήτρια
καλαμηφάγος
καλαμηφορέω
καλαμηφόρος
καλαμίζω
καλαμικός
View word page
καλάμη
the stalk
ShortDef
the stalk
Debugging
Headword:
καλάμη
Headword (normalized):
καλάμη
Headword (normalized/stripped):
καλαμη
IDX:
44401
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44402
Key:
Data
{'content': 'the stalk'}