Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλάϊνος
κάλαις
κάλαϊς
καλαμάγρωστις
καλαμαία
καλαμαῖος
καλαμάομαι
καλαμάριον
καλαμαύλης
καλαμεία
καλαμειφυή
καλαμεύς
καλαμευτής
καλάμη
καλαμηδόν
καλάμημα
καλαμητομία
καλαμητόμος
καλαμήτρια
καλαμηφάγος
καλαμηφορέω
View word page
καλαμειφυή
growth of reeds

ShortDef

growth of reeds

Debugging

Headword:
καλαμειφυή
Headword (normalized):
καλαμειφυή
Headword (normalized/stripped):
καλαμειφυη
IDX:
44398
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44399
Key:

Data

{'content': 'growth of reeds'}