Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
καλάθωσις
καλάϊνος
κάλαις
κάλαϊς
καλαμάγρωστις
καλαμαία
καλαμαῖος
καλαμάομαι
καλαμάριον
καλαμαύλης
καλαμεία
καλαμειφυή
καλαμεύς
καλαμευτής
καλάμη
καλαμηδόν
καλάμημα
καλαμητομία
καλαμητόμος
καλαμήτρια
καλαμηφάγος
View word page
καλαμεία
reeds
ShortDef
reeds
Debugging
Headword:
καλαμεία
Headword (normalized):
καλαμεία
Headword (normalized/stripped):
καλαμεια
IDX:
44397
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44398
Key:
Data
{'content': 'reeds'}