Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

καλαθοποιός
κάλαθος
καλάθωσις
καλάϊνος
κάλαις
κάλαϊς
καλαμάγρωστις
καλαμαία
καλαμαῖος
καλαμάομαι
καλαμάριον
καλαμαύλης
καλαμεία
καλαμειφυή
καλαμεύς
καλαμευτής
καλάμη
καλαμηδόν
καλάμημα
καλαμητομία
καλαμητόμος
View word page
καλαμάριον
reed-case, pen-case

ShortDef

reed-case, pen-case

Debugging

Headword:
καλαμάριον
Headword (normalized):
καλαμάριον
Headword (normalized/stripped):
καλαμαριον
IDX:
44395
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44396
Key:

Data

{'content': 'reed-case, pen-case'}