Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακοψυχία
κακόω
κάκτος
κάκυνσις
κακύνω
κακώδης
κακωδία
κακώλεθρος
κακωνυμία
κάκωσις
κακωτής
κακωτικός
καλαθηφόρος
καλαθίσκιον
καλαθίσκος
καλαθοειδής
καλαθοπλόκος
καλαθοποιός
κάλαθος
καλάθωσις
καλάϊνος
View word page
κακωτής
one who ill-treats, oppressor

ShortDef

one who ill-treats, oppressor

Debugging

Headword:
κακωτής
Headword (normalized):
κακωτής
Headword (normalized/stripped):
κακωτης
IDX:
44378
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44379
Key:

Data

{'content': 'one who ill-treats, oppressor'}