Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κακόχροος
κακόχυλος
κακοχυμία
κακόχυμος
κάκοψις
κακόψογος
κακοψυχία
κακόω
κάκτος
κάκυνσις
κακύνω
κακώδης
κακωδία
κακώλεθρος
κακωνυμία
κάκωσις
κακωτής
κακωτικός
καλαθηφόρος
καλαθίσκιον
καλαθίσκος
View word page
κακύνω
to damage
ShortDef
to damage
Debugging
Headword:
κακύνω
Headword (normalized):
κακύνω
Headword (normalized/stripped):
κακυνω
IDX:
44372
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44373
Key:
Data
{'content': 'to damage'}