Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κακόχροια
κακόχροος
κακόχυλος
κακοχυμία
κακόχυμος
κάκοψις
κακόψογος
κακοψυχία
κακόω
κάκτος
κάκυνσις
κακύνω
κακώδης
κακωδία
κακώλεθρος
κακωνυμία
κάκωσις
κακωτής
κακωτικός
καλαθηφόρος
καλαθίσκιον
View word page
κάκυνσις
corrupting
ShortDef
corrupting
Debugging
Headword:
κάκυνσις
Headword (normalized):
κάκυνσις
Headword (normalized/stripped):
κακυνσις
IDX:
44371
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44372
Key:
Data
{'content': 'corrupting'}