Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακόχρηστος
κακοχροέω
κακόχροια
κακόχροος
κακόχυλος
κακοχυμία
κακόχυμος
κάκοψις
κακόψογος
κακοψυχία
κακόω
κάκτος
κάκυνσις
κακύνω
κακώδης
κακωδία
κακώλεθρος
κακωνυμία
κάκωσις
κακωτής
κακωτικός
View word page
κακόω
to treat ill, maltreat, afflict, distress

ShortDef

to treat ill, maltreat, afflict, distress

Debugging

Headword:
κακόω
Headword (normalized):
κακόω
Headword (normalized/stripped):
κακοω
IDX:
44369
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44370
Key:

Data

{'content': 'to treat ill, maltreat, afflict, distress'}