Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακόχλοος
κακοχρήσμων
κακόχρηστος
κακοχροέω
κακόχροια
κακόχροος
κακόχυλος
κακοχυμία
κακόχυμος
κάκοψις
κακόψογος
κακοψυχία
κακόω
κάκτος
κάκυνσις
κακύνω
κακώδης
κακωδία
κακώλεθρος
κακωνυμία
κάκωσις
View word page
κακόψογος
malignantly blaming

ShortDef

malignantly blaming

Debugging

Headword:
κακόψογος
Headword (normalized):
κακόψογος
Headword (normalized/stripped):
κακοψογος
IDX:
44367
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44368
Key:

Data

{'content': 'malignantly blaming'}