Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακοφυής
κακοφυΐα
κακοφωνέω
κακοφωνία
κακόφωνος
κακόχαρτος
κακοχείμερος
κακόχλοος
κακοχρήσμων
κακόχρηστος
κακοχροέω
κακόχροια
κακόχροος
κακόχυλος
κακοχυμία
κακόχυμος
κάκοψις
κακόψογος
κακοψυχία
κακόω
κάκτος
View word page
κακοχροέω
to be of a bad complexion

ShortDef

to be of a bad complexion

Debugging

Headword:
κακοχροέω
Headword (normalized):
κακοχροέω
Headword (normalized/stripped):
κακοχροεω
IDX:
44360
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44361
Key:

Data

{'content': 'to be of a bad complexion'}