Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακοφρονέω
κακοφρονίζω
κακοφροσύνη
κακόφρων
κακοφυής
κακοφυΐα
κακοφωνέω
κακοφωνία
κακόφωνος
κακόχαρτος
κακοχείμερος
κακόχλοος
κακοχρήσμων
κακόχρηστος
κακοχροέω
κακόχροια
κακόχροος
κακόχυλος
κακοχυμία
κακόχυμος
κάκοψις
View word page
κακοχείμερος
unfitted to endure winter

ShortDef

unfitted to endure winter

Debugging

Headword:
κακοχείμερος
Headword (normalized):
κακοχείμερος
Headword (normalized/stripped):
κακοχειμερος
IDX:
44356
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44357
Key:

Data

{'content': 'unfitted to endure winter'}