Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κακοφημίζω
κακόφημος
κακόφθαρτος
κακοφθόρος
κακόφιλος
κακόφλοιος
κακοφραδής
κακοφραδία
κακόφραστος
κακοφρονέω
κακοφρονίζω
κακοφροσύνη
κακόφρων
κακοφυής
κακοφυΐα
κακοφωνέω
κακοφωνία
κακόφωνος
κακόχαρτος
κακοχείμερος
κακόχλοος
View word page
κακοφρονίζω
stultify
ShortDef
stultify
Debugging
Headword:
κακοφρονίζω
Headword (normalized):
κακοφρονίζω
Headword (normalized/stripped):
κακοφρονιζω
IDX:
44347
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44348
Key:
Data
{'content': 'stultify'}