Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμβολάδην
ἀμβολαδίς
ἀμβολάς
ἀμβολιεργός
ἀμβολίη
ἀμβόλιμος
Ἀμβολογήρα
Ἀμβρακία
Ἀμβρακίδες
Ἀμβρακιώτης
ἀμβροσία
ἀμβροσίοδμος
ἀμβρόσιος
ἀμβροσιώδης
Ἄμβροσσος
ἀμβροτόπωλος
ἄμβροτος
ἄμβρυττοι
ἄμβων
ἀμέγαρτος
ἀμεγέθης
View word page
ἀμβροσία
immortality; ambrosia

ShortDef

immortality; ambrosia

Debugging

Headword:
ἀμβροσία
Headword (normalized):
ἀμβροσία
Headword (normalized/stripped):
αμβροσια
IDX:
4433
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4434
Key:

Data

{'content': 'immortality; ambrosia'}