Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κακοτροφία
κακοτυχέω
κακοτυχής
κακοτυχία
κακουβαι
κακουργέω
κακούργημα
κακουργία
κακουργικός
κακοῦργος
κακουχέω
κακουχία
κακόφατις
κακοφημία
κακοφημίζω
κακόφημος
κακόφθαρτος
κακοφθόρος
κακόφιλος
κακόφλοιος
κακοφραδής
View word page
κακουχέω
wrong, injure
ShortDef
wrong, injure
Debugging
Headword:
κακουχέω
Headword (normalized):
κακουχέω
Headword (normalized/stripped):
κακουχεω
IDX:
44333
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44334
Key:
Data
{'content': 'wrong, injure'}