Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κακοτροφέω
κακοτροφία
κακοτυχέω
κακοτυχής
κακοτυχία
κακουβαι
κακουργέω
κακούργημα
κακουργία
κακουργικός
κακοῦργος
κακουχέω
κακουχία
κακόφατις
κακοφημία
κακοφημίζω
κακόφημος
κακόφθαρτος
κακοφθόρος
κακόφιλος
κακόφλοιος
View word page
κακοῦργος
doing ill, mischievous, knavish, villanous
ShortDef
doing ill, mischievous, knavish, villanous
Debugging
Headword:
κακοῦργος
Headword (normalized):
κακοῦργος
Headword (normalized/stripped):
κακουργος
IDX:
44332
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44333
Key:
Data
{'content': 'doing ill, mischievous, knavish, villanous'}