Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κακοτροπία
κακότροπος
κακοτροφέω
κακοτροφία
κακοτυχέω
κακοτυχής
κακοτυχία
κακουβαι
κακουργέω
κακούργημα
κακουργία
κακουργικός
κακοῦργος
κακουχέω
κακουχία
κακόφατις
κακοφημία
κακοφημίζω
κακόφημος
κακόφθαρτος
κακοφθόρος
View word page
κακουργία
wickedness, villainy, malice
ShortDef
wickedness, villainy, malice
Debugging
Headword:
κακουργία
Headword (normalized):
κακουργία
Headword (normalized/stripped):
κακουργια
IDX:
44330
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44331
Key:
Data
{'content': 'wickedness, villainy, malice'}