Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακοτροπέω
κακοτροπία
κακότροπος
κακοτροφέω
κακοτροφία
κακοτυχέω
κακοτυχής
κακοτυχία
κακουβαι
κακουργέω
κακούργημα
κακουργία
κακουργικός
κακοῦργος
κακουχέω
κακουχία
κακόφατις
κακοφημία
κακοφημίζω
κακόφημος
κακόφθαρτος
View word page
κακούργημα
an ill deed, fraud

ShortDef

an ill deed, fraud

Debugging

Headword:
κακούργημα
Headword (normalized):
κακούργημα
Headword (normalized/stripped):
κακουργημα
IDX:
44329
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44330
Key:

Data

{'content': 'an ill deed, fraud'}