Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακοτέρμων
κακοτεχνέω
κακοτέχνημα
κακοτεχνία
κακότεχνος
κακότης
κακοτροπεύομαι
κακοτροπέω
κακοτροπία
κακότροπος
κακοτροφέω
κακοτροφία
κακοτυχέω
κακοτυχής
κακοτυχία
κακουβαι
κακουργέω
κακούργημα
κακουργία
κακουργικός
κακοῦργος
View word page
κακοτροφέω
have poor nourishment

ShortDef

have poor nourishment

Debugging

Headword:
κακοτροφέω
Headword (normalized):
κακοτροφέω
Headword (normalized/stripped):
κακοτροφεω
IDX:
44322
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44323
Key:

Data

{'content': 'have poor nourishment'}