Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακοτελεύτητος
κακοτέρμων
κακοτεχνέω
κακοτέχνημα
κακοτεχνία
κακότεχνος
κακότης
κακοτροπεύομαι
κακοτροπέω
κακοτροπία
κακότροπος
κακοτροφέω
κακοτροφία
κακοτυχέω
κακοτυχής
κακοτυχία
κακουβαι
κακουργέω
κακούργημα
κακουργία
κακουργικός
View word page
κακότροπος
mischievous, malignant

ShortDef

mischievous, malignant

Debugging

Headword:
κακότροπος
Headword (normalized):
κακότροπος
Headword (normalized/stripped):
κακοτροπος
IDX:
44321
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44322
Key:

Data

{'content': 'mischievous, malignant'}