Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακόσχολος
κακότας
κακοτεκνία
κακοτελεύτητος
κακοτέρμων
κακοτεχνέω
κακοτέχνημα
κακοτεχνία
κακότεχνος
κακότης
κακοτροπεύομαι
κακοτροπέω
κακοτροπία
κακότροπος
κακοτροφέω
κακοτροφία
κακοτυχέω
κακοτυχής
κακοτυχία
κακουβαι
κακουργέω
View word page
κακοτροπεύομαι
deal perversely

ShortDef

deal perversely

Debugging

Headword:
κακοτροπεύομαι
Headword (normalized):
κακοτροπεύομαι
Headword (normalized/stripped):
κακοτροπευομαι
IDX:
44318
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44319
Key:

Data

{'content': 'deal perversely'}