Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κακοσχολεύομαι
κακοσχολέω
κακοσχολία
κακόσχολος
κακότας
κακοτεκνία
κακοτελεύτητος
κακοτέρμων
κακοτεχνέω
κακοτέχνημα
κακοτεχνία
κακότεχνος
κακότης
κακοτροπεύομαι
κακοτροπέω
κακοτροπία
κακότροπος
κακοτροφέω
κακοτροφία
κακοτυχέω
κακοτυχής
View word page
κακοτεχνία
bad art
ShortDef
bad art
Debugging
Headword:
κακοτεχνία
Headword (normalized):
κακοτεχνία
Headword (normalized/stripped):
κακοτεχνια
IDX:
44315
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44316
Key:
Data
{'content': 'bad art'}