Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κακοσχήμων
κακοσχολεύομαι
κακοσχολέω
κακοσχολία
κακόσχολος
κακότας
κακοτεκνία
κακοτελεύτητος
κακοτέρμων
κακοτεχνέω
κακοτέχνημα
κακοτεχνία
κακότεχνος
κακότης
κακοτροπεύομαι
κακοτροπέω
κακοτροπία
κακότροπος
κακοτροφέω
κακοτροφία
κακοτυχέω
View word page
κακοτέχνημα
base art
ShortDef
base art
Debugging
Headword:
κακοτέχνημα
Headword (normalized):
κακοτέχνημα
Headword (normalized/stripped):
κακοτεχνημα
IDX:
44314
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44315
Key:
Data
{'content': 'base art'}