Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κακόσχημος
κακοσχήμων
κακοσχολεύομαι
κακοσχολέω
κακοσχολία
κακόσχολος
κακότας
κακοτεκνία
κακοτελεύτητος
κακοτέρμων
κακοτεχνέω
κακοτέχνημα
κακοτεχνία
κακότεχνος
κακότης
κακοτροπεύομαι
κακοτροπέω
κακοτροπία
κακότροπος
κακοτροφέω
κακοτροφία
View word page
κακοτεχνέω
to use base arts, act basely
ShortDef
to use base arts, act basely
Debugging
Headword:
κακοτεχνέω
Headword (normalized):
κακοτεχνέω
Headword (normalized/stripped):
κακοτεχνεω
IDX:
44313
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44314
Key:
Data
{'content': 'to use base arts, act basely'}