Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κακοσφυξία
κακόσχημος
κακοσχήμων
κακοσχολεύομαι
κακοσχολέω
κακοσχολία
κακόσχολος
κακότας
κακοτεκνία
κακοτελεύτητος
κακοτέρμων
κακοτεχνέω
κακοτέχνημα
κακοτεχνία
κακότεχνος
κακότης
κακοτροπεύομαι
κακοτροπέω
κακοτροπία
κακότροπος
κακοτροφέω
View word page
κακοτέρμων
ending ill
ShortDef
ending ill
Debugging
Headword:
κακοτέρμων
Headword (normalized):
κακοτέρμων
Headword (normalized/stripped):
κακοτερμων
IDX:
44312
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44313
Key:
Data
{'content': 'ending ill'}