Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακοσύνθετος
κακοσυνταξία
κακόσφαιρος
κακόσφυκτος
κακοσφυξία
κακόσχημος
κακοσχήμων
κακοσχολεύομαι
κακοσχολέω
κακοσχολία
κακόσχολος
κακότας
κακοτεκνία
κακοτελεύτητος
κακοτέρμων
κακοτεχνέω
κακοτέχνημα
κακοτεχνία
κακότεχνος
κακότης
κακοτροπεύομαι
View word page
κακόσχολος
using one's leisure ill, indolent, lazy

ShortDef

using one's leisure ill, indolent, lazy

Debugging

Headword:
κακόσχολος
Headword (normalized):
κακόσχολος
Headword (normalized/stripped):
κακοσχολος
IDX:
44308
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44309
Key:

Data

{'content': "using one's leisure ill, indolent, lazy"}