Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακοσύμβουλος
κακοσύνετος
κακοσύνθετος
κακοσυνταξία
κακόσφαιρος
κακόσφυκτος
κακοσφυξία
κακόσχημος
κακοσχήμων
κακοσχολεύομαι
κακοσχολέω
κακοσχολία
κακόσχολος
κακότας
κακοτεκνία
κακοτελεύτητος
κακοτέρμων
κακοτεχνέω
κακοτέχνημα
κακοτεχνία
κακότεχνος
View word page
κακοσχολέω
to be mischievous

ShortDef

to be mischievous

Debugging

Headword:
κακοσχολέω
Headword (normalized):
κακοσχολέω
Headword (normalized/stripped):
κακοσχολεω
IDX:
44306
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44307
Key:

Data

{'content': 'to be mischievous'}