Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμβοειδής
ἄμβολα
ἀμβολά
ἀμβολάδαν
ἀμβολάδην
ἀμβολαδίς
ἀμβολάς
ἀμβολιεργός
ἀμβολίη
ἀμβόλιμος
Ἀμβολογήρα
Ἀμβρακία
Ἀμβρακίδες
Ἀμβρακιώτης
ἀμβροσία
ἀμβροσίοδμος
ἀμβρόσιος
ἀμβροσιώδης
Ἄμβροσσος
ἀμβροτόπωλος
ἄμβροτος
View word page
Ἀμβολογήρα
she that puts off old age, youth-prolonging
ShortDef
she that puts off old age, youth-prolonging
Debugging
Headword:
Ἀμβολογήρα
Headword (normalized):
ἀμβολογήρα
Headword (normalized/stripped):
αμβολογηρα
IDX:
4429
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4430
Key:
Data
{'content': 'she that puts off old age, youth-prolonging'}