Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἁγής
Ἀγήσανδρος
Ἀγησίλαος
ἁγησίχορος
ἀγησίχορος
ἁγητήρ
ἀγητός
Ἀγήτωρ
ἁγιάζω
ἁγίασμα
ἁγιασμός
ἁγιαστήριον
ἀγίγαρτος
ἁγίζω
ἀγινέω
ἁγιολόγος
ἁγιοποιέω
ἅγιος
ἁγιότης
Ἆγις
ἁγισμός
View word page
ἁγιασμός
consecration, sanctification

ShortDef

consecration, sanctification

Debugging

Headword:
ἁγιασμός
Headword (normalized):
ἁγιασμός
Headword (normalized/stripped):
αγιασμος
IDX:
442
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-443
Key:

Data

{'content': 'consecration, sanctification'}