Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κάκοσμος
κακόσπερμος
κακόσπλαγχνος
κακοσπορία
κακοσταθέω
κακοστένακτος
κακοστόματος
κακοστομαχέω
κακοστομαχία
κακοστόμαχος
κακοστομέω
κακοστομία
κακόστομος
κακόστρωτος
κακοσυμβίβαστος
κακοσύμβουλος
κακοσύνετος
κακοσύνθετος
κακοσυνταξία
κακόσφαιρος
κακόσφυκτος
View word page
κακοστομέω
to speak evil of, abuse

ShortDef

to speak evil of, abuse

Debugging

Headword:
κακοστομέω
Headword (normalized):
κακοστομέω
Headword (normalized/stripped):
κακοστομεω
IDX:
44291
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44292
Key:

Data

{'content': 'to speak evil of, abuse'}