Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμβλωτικός
ἀμβοειδής
ἄμβολα
ἀμβολά
ἀμβολάδαν
ἀμβολάδην
ἀμβολαδίς
ἀμβολάς
ἀμβολιεργός
ἀμβολίη
ἀμβόλιμος
Ἀμβολογήρα
Ἀμβρακία
Ἀμβρακίδες
Ἀμβρακιώτης
ἀμβροσία
ἀμβροσίοδμος
ἀμβρόσιος
ἀμβροσιώδης
Ἄμβροσσος
ἀμβροτόπωλος
View word page
ἀμβόλιμος
surging up
ShortDef
surging up
Debugging
Headword:
ἀμβόλιμος
Headword (normalized):
ἀμβόλιμος
Headword (normalized/stripped):
αμβολιμος
IDX:
4428
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4429
Key:
Data
{'content': 'surging up'}