Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακόσιτος
κακοσκελής
κακοσκήνης
κακοσμία
κάκοσμος
κακόσπερμος
κακόσπλαγχνος
κακοσπορία
κακοσταθέω
κακοστένακτος
κακοστόματος
κακοστομαχέω
κακοστομαχία
κακοστόμαχος
κακοστομέω
κακοστομία
κακόστομος
κακόστρωτος
κακοσυμβίβαστος
κακοσύμβουλος
κακοσύνετος
View word page
κακοστόματος
foulmouthed

ShortDef

foulmouthed

Debugging

Headword:
κακοστόματος
Headword (normalized):
κακοστόματος
Headword (normalized/stripped):
κακοστοματος
IDX:
44287
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44288
Key:

Data

{'content': 'foulmouthed'}