Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κακοπράγμων
κακοπρόσωπος
κακόπτερος
κακοπώγων
κακορέκτης
κακορραφία
κακορραφίη
κακορρέκτης
κακορρημοσύνη
κακορρήμων
κακορροθέω
κακόρροος
κακόρρυγχος
κακόρρυθμος
κακόρρυπος
κακός
κακόσινος
κακοσιτία
κακόσιτος
κακοσκελής
κακοσκήνης
View word page
κακορροθέω
to speak evil of, abuse, revile
ShortDef
to speak evil of, abuse, revile
Debugging
Headword:
κακορροθέω
Headword (normalized):
κακορροθέω
Headword (normalized/stripped):
κακορροθεω
IDX:
44269
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44270
Key:
Data
{'content': 'to speak evil of, abuse, revile'}