Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀμβλώσκω
ἀμβλωτήριον
ἀμβλωτικός
ἀμβοειδής
ἄμβολα
ἀμβολά
ἀμβολάδαν
ἀμβολάδην
ἀμβολαδίς
ἀμβολάς
ἀμβολιεργός
ἀμβολίη
ἀμβόλιμος
Ἀμβολογήρα
Ἀμβρακία
Ἀμβρακίδες
Ἀμβρακιώτης
ἀμβροσία
ἀμβροσίοδμος
ἀμβρόσιος
ἀμβροσιώδης
View word page
ἀμβολιεργός
putting off a work, dilatory
ShortDef
putting off a work, dilatory
Debugging
Headword:
ἀμβολιεργός
Headword (normalized):
ἀμβολιεργός
Headword (normalized/stripped):
αμβολιεργος
IDX:
4426
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4427
Key:
Data
{'content': 'putting off a work, dilatory'}