Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακοπραγμοσύνη
κακοπράγμων
κακοπρόσωπος
κακόπτερος
κακοπώγων
κακορέκτης
κακορραφία
κακορραφίη
κακορρέκτης
κακορρημοσύνη
κακορρήμων
κακορροθέω
κακόρροος
κακόρρυγχος
κακόρρυθμος
κακόρρυπος
κακός
κακόσινος
κακοσιτία
κακόσιτος
κακοσκελής
View word page
κακορρήμων
telling of ill, ill omened

ShortDef

telling of ill, ill omened

Debugging

Headword:
κακορρήμων
Headword (normalized):
κακορρήμων
Headword (normalized/stripped):
κακορρημων
IDX:
44268
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44269
Key:

Data

{'content': 'telling of ill, ill omened'}