Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακοπραγέω
κακοπραγής
κακοπραγία
κακοπραγμονέω
κακοπραγμοσύνη
κακοπράγμων
κακοπρόσωπος
κακόπτερος
κακοπώγων
κακορέκτης
κακορραφία
κακορραφίη
κακορρέκτης
κακορρημοσύνη
κακορρήμων
κακορροθέω
κακόρροος
κακόρρυγχος
κακόρρυθμος
κακόρρυπος
κακός
View word page
κακορραφία
contrivance of ill, mischievousness

ShortDef

contrivance of ill, mischievousness

Debugging

Headword:
κακορραφία
Headword (normalized):
κακορραφία
Headword (normalized/stripped):
κακορραφια
IDX:
44264
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44265
Key:

Data

{'content': 'contrivance of ill, mischievousness'}