Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κακοπονητικός
κακόποτμος
κακόπους
κακοπραγέω
κακοπραγής
κακοπραγία
κακοπραγμονέω
κακοπραγμοσύνη
κακοπράγμων
κακοπρόσωπος
κακόπτερος
κακοπώγων
κακορέκτης
κακορραφία
κακορραφίη
κακορρέκτης
κακορρημοσύνη
κακορρήμων
κακορροθέω
κακόρροος
κακόρρυγχος
View word page
κακόπτερος
with bad wings, weak in the wing
ShortDef
with bad wings, weak in the wing
Debugging
Headword:
κακόπτερος
Headword (normalized):
κακόπτερος
Headword (normalized/stripped):
κακοπτερος
IDX:
44261
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44262
Key:
Data
{'content': 'with bad wings, weak in the wing'}