Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακοποιός
κακοπολιτεία
κακοπονητικός
κακόποτμος
κακόπους
κακοπραγέω
κακοπραγής
κακοπραγία
κακοπραγμονέω
κακοπραγμοσύνη
κακοπράγμων
κακοπρόσωπος
κακόπτερος
κακοπώγων
κακορέκτης
κακορραφία
κακορραφίη
κακορρέκτης
κακορρημοσύνη
κακορρήμων
κακορροθέω
View word page
κακοπράγμων
doing evil, mischievous

ShortDef

doing evil, mischievous

Debugging

Headword:
κακοπράγμων
Headword (normalized):
κακοπράγμων
Headword (normalized/stripped):
κακοπραγμων
IDX:
44259
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44260
Key:

Data

{'content': 'doing evil, mischievous'}