Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κακοποιΐα
κακοποιός
κακοπολιτεία
κακοπονητικός
κακόποτμος
κακόπους
κακοπραγέω
κακοπραγής
κακοπραγία
κακοπραγμονέω
κακοπραγμοσύνη
κακοπράγμων
κακοπρόσωπος
κακόπτερος
κακοπώγων
κακορέκτης
κακορραφία
κακορραφίη
κακορρέκτης
κακορρημοσύνη
κακορρήμων
View word page
κακοπραγμοσύνη
evil-doing
ShortDef
evil-doing
Debugging
Headword:
κακοπραγμοσύνη
Headword (normalized):
κακοπραγμοσύνη
Headword (normalized/stripped):
κακοπραγμοσυνη
IDX:
44258
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44259
Key:
Data
{'content': 'evil-doing'}