Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακόπνοια
κακόπνοος
κακοποιέω
κακοποιητικός
κακοποιΐα
κακοποιός
κακοπολιτεία
κακοπονητικός
κακόποτμος
κακόπους
κακοπραγέω
κακοπραγής
κακοπραγία
κακοπραγμονέω
κακοπραγμοσύνη
κακοπράγμων
κακοπρόσωπος
κακόπτερος
κακοπώγων
κακορέκτης
κακορραφία
View word page
κακοπραγέω
to fare ill, fail in an enterprise, to be in ill plight

ShortDef

to fare ill, fail in an enterprise, to be in ill plight

Debugging

Headword:
κακοπραγέω
Headword (normalized):
κακοπραγέω
Headword (normalized/stripped):
κακοπραγεω
IDX:
44254
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44255
Key:

Data

{'content': 'to fare ill, fail in an enterprise, to be in ill plight'}