Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακόπλαστος
κακοπλοέω
κακόπλοος
κακόπνοια
κακόπνοος
κακοποιέω
κακοποιητικός
κακοποιΐα
κακοποιός
κακοπολιτεία
κακοπονητικός
κακόποτμος
κακόπους
κακοπραγέω
κακοπραγής
κακοπραγία
κακοπραγμονέω
κακοπραγμοσύνη
κακοπράγμων
κακοπρόσωπος
κακόπτερος
View word page
κακοπονητικός
unfit for toil

ShortDef

unfit for toil

Debugging

Headword:
κακοπονητικός
Headword (normalized):
κακοπονητικός
Headword (normalized/stripped):
κακοπονητικος
IDX:
44251
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44252
Key:

Data

{'content': 'unfit for toil'}