Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

κακοπινής
κακοπιστοτέρως
κακόπλαστος
κακοπλοέω
κακόπλοος
κακόπνοια
κακόπνοος
κακοποιέω
κακοποιητικός
κακοποιΐα
κακοποιός
κακοπολιτεία
κακοπονητικός
κακόποτμος
κακόπους
κακοπραγέω
κακοπραγής
κακοπραγία
κακοπραγμονέω
κακοπραγμοσύνη
κακοπράγμων
View word page
κακοποιός
ill-doing, mischievous

ShortDef

ill-doing, mischievous

Debugging

Headword:
κακοποιός
Headword (normalized):
κακοποιός
Headword (normalized/stripped):
κακοποιος
IDX:
44249
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44250
Key:

Data

{'content': 'ill-doing, mischievous'}