Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀμβλώσιμος
ἄμβλωσις
ἀμβλώσκω
ἀμβλωτήριον
ἀμβλωτικός
ἀμβοειδής
ἄμβολα
ἀμβολά
ἀμβολάδαν
ἀμβολάδην
ἀμβολαδίς
ἀμβολάς
ἀμβολιεργός
ἀμβολίη
ἀμβόλιμος
Ἀμβολογήρα
Ἀμβρακία
Ἀμβρακίδες
Ἀμβρακιώτης
ἀμβροσία
ἀμβροσίοδμος
View word page
ἀμβολαδίς
in turns

ShortDef

in turns

Debugging

Headword:
ἀμβολαδίς
Headword (normalized):
ἀμβολαδίς
Headword (normalized/stripped):
αμβολαδις
IDX:
4424
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-4425
Key:

Data

{'content': 'in turns'}