Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
κακόπατρις
κακοπερίπατος
κακοπέτης
κακόπηρος
κακοπινής
κακοπιστοτέρως
κακόπλαστος
κακοπλοέω
κακόπλοος
κακόπνοια
κακόπνοος
κακοποιέω
κακοποιητικός
κακοποιΐα
κακοποιός
κακοπολιτεία
κακοπονητικός
κακόποτμος
κακόπους
κακοπραγέω
κακοπραγής
View word page
κακόπνοος
breathing with difficulty
ShortDef
breathing with difficulty
Debugging
Headword:
κακόπνοος
Headword (normalized):
κακόπνοος
Headword (normalized/stripped):
κακοπνοος
IDX:
44245
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-44246
Key:
Data
{'content': 'breathing with difficulty'}